- ξυλογλύφος
- ξυλογλύφος, -ον (Α)αυτός που σκαλίζει ξύλα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + -γλύφος (< γλύφω), πρβλ. τοκο-γλύφος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξυλογλύφος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυλογλυφία — η ξυλογλυπτική. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξυλογλύφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στον Χρ. Τσούντα] … Dictionary of Greek
ξύλο — Φυτικός ιστός, που σχηματίζει, στον βλαστό και στις ρίζες των φυτών, το ξυλώδες αγγειακό τμήμα των ηθμαγγειωδών δεσμίδων, ή σύστημα των αγωγών αγγείων· με το σύστημα αυτό μεταφέρεται και κυκλοφορεί ο ακατέργαστος χυμός, δηλαδή το νερό και οι… … Dictionary of Greek